- συνορθιάζω
- Ασηκώνομαι συγχρόνως όρθιος («ἵν' εἴ τις ἀποπίπτῃ μὲν κακῶν, ἐγείρηται δὴ ἀγαθοῑς ἐπερειδόμενος καὶ συνορθιάζῃ», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀρθιάζω «σηκώνω, ορθώνω» (< ὄρθιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνορθιάζηται — συνορθιάζω rise up together pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)